Αναβλητικότητα, συναισθήματα και εγκεφαλική λειτουργία
Ως αναβλητικότητα, η οποία είναι μια από τις συνέπειες της αποτυχίας του αυτοελέγχου, χαρακτηρίζεται ως η σκόπιμη αναβολή μιας προγραμματισμένης και απαιτούμενης επαγγελματικής ή/και προσωπικής σημαντικής ενέργειας, παρά την πιθανότητα αρνητικών αποτελεσμάτων που υπερτερούν των πιθανών οφελών της καθυστέρησης (Klingsieck, 2013, Steel, 2007). Η αναβλητικότητα, η οποία προβληματίζει πολύ και μεμονωμένα άτομα αλλά και την κοινωνία ως σύνολο, είναι εξαιρετικά συχνή (Steel, 2007; Zhang et al., 2019).
Για να μπορέσουμε να δουλέψουμε και να φέρουμε εις πέρας δυσάρεστες εργασίες, προσπαθούμε να διαχειριστούμε τα αρνητικά συναισθήματα που μας προκαλούν. Η αναβλητικότητα συμβαίνει όταν αδυνατούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, αναζητώντας βραχυπρόθεσμη ανακούφιση. Η αυτοσυμπάθεια μπορεί να μας επιτρέψει να ισορροπήσουμε καλύτερα την άμεση συναισθηματική ανακούφιση, αντιπαραθέτωντας την με την εστίαση στην επιδίωξη μακροπρόθεσμων στόχων.
Αν και θα ήταν επικίνδυνα τελειομανές το να προσπαθήσουμε να κάνουμε τα πάντα ταυτόχρονα, χωρίς να δίνουμε προτεραιότητα ή να επιλέξουμε το τι θα επεξεργαστούμε πρώτα, αναβάλλουμε αρκετές φορές σημαντικές εργασίες μετά την ημερομηνία λήξης τους, κινδυνεύοντας να προκαλέσουμε πρόβλημα στη ζωή μας και τις επιλογές μας. Ποιος δεν έχει προσέξει ότι όταν αναβάλλουμε κάτι, συχνά καταλήγει να είναι πιο ευχάριστο από ό,τι φανταζόμασταν; Και ποιος δεν έχει προσέξει ότι όταν τελικά το κάνουμε στο δικό μας χρόνο και μετά από την ημερομηνία που θα έπρεπε να το είχαμε ολοκληρώσει, μας προκαλεί εξίσου αντίστοιχη ευχαρίστηση;
Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε, ελοχεύει ο κίνδυνος να έχουμε δυσάρεστες εξελίξεις. Ερευνητές σημειώνουν ότι η αναβλητικότητα σχετίζεται με μια ποικιλία αρνητικών αποτελεσμάτων, από κακή υγεία έως οικονομικά προβλήματα (Wang et al., 2021). Όταν χρονοτριβούμε, τείνουμε να γινόμαστε αυτοκριτικοί – κάτι που συνδέεται με μια ποικιλία αρνητικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης κατάθλιψης (Ehret et al., 2015).
Ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόμαστε την αυτοκριτική είναι καίριος σχετικά με την ικανότητά μας να πετύχουμε το στόχο μας σε αντιδιαστολή με την ανασφάλεια και την αυτοαμφιβολία. Πρόσφατη έρευνα διαπίστωσε ότι τα άτομα με ιστορικό παιδικής κακομεταχείρισης ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν αισθήματα αυτοκριτικής και η αυτοκριτική τους συσχετίστηκε με μεγαλύτερα προβλήματα ψυχικής υγείας στην ενήλικη ζωή τους. Από την άλλη η παρουσία μεγαλύτερης αυτοσυμπάθειας αμβλύνει τον αρνητικό αντίκτυπο της αυτοκριτικής (Lassri & Gewirzt-Meydan, 2021).
Η καταστολή των συναισθημάτων και πως μας εξυπηρετεί
Ως άνθρωποι είναι πιο πιθανό να χρονοτριβούμε σε εργασίες που θεωρούμε αποτρεπτικές ή δυσάρεστες. Σε αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα, συνειδητό ή όχι. Η μία επιλογή είναι να «διώξουμε» το αρνητικό συναίσθημα για να καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε την εργασία μας και η άλλη να δώσουμε στον εαυτό μας την προσωρινή ανακούφιση της καθυστέρησης, συχνά ξανά και ξανά. Η αποτελεσματική στρατηγική εδώ είναι η εκφραστική καταστολή – ασκώντας ανασταλτικό γνωστικό έλεγχο, μπορούμε να διαχειριστούμε τη συναισθηματική ένταση και να ολοκληρώσουμε την εργασία.
Οι έρευνες δείχνουν ότι ο ανασταλτικός έλεγχος είναι μια βασική εκτελεστική λειτουργία που μας επιτρέπει να μεταθέσουμε την εφήμερη και στιγμιαία ικανοποίηση της αναβολής και να λέμε «όχι» στην απόσπαση της προσοχής και στον πειρασμό της καθυστέρησης, ειδικά όταν μπορούμε να πάρουμε γρήγορη συναισθηματική ανακούφιση με το να πούμε «ναι» σε μια σειρά από άλλες δραστηριότητες. Όταν έχουμε να ολοκληρώσουμε σημαντικές εργασίες, η πιο προσαρμοστική στρατηγική αντιμετώπισης είναι να τις ολοκληρώσουμε έγκαιρα, παρέχοντας στον εαυτό μας διαρκή ανακούφιση και βελτίωση της απόδοσης.
Εγκεφαλικές διεργασίες
Οι περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στον γνωστικό έλεγχο, ιδίως ο δεξιός ραχιαίος προμετωπιαίος φλοιός, εμπλέκονται στην απαραίτητη συναισθηματική αναστολή. Έρευνα που έγινε σε περισσότερα από 200 άτομα έδειξε, μετά την ανάλυση των δεδομένων, ότι η αναβλητικότητα συσχετίστηκε αντιστρόφως με την εκφραστική καταστολή. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τη Γενική Κλίμακα Αναβλητικότητας (GPS) και το τμήμα του Ερωτηματολογίου Ρύθμισης Συναισθημάτων (ERQ) που μετρά τη χρήση της εκφραστικής καταστολής. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε μαγνητικές τομογραφίες στις οποίες οι ερευνητές αναζήτησαν συσχετίσεις στο μέγεθος των περιοχών της φαιάς ουσίας (GM) στον εγκέφαλο και στα μέτρα ενδιαφέροντος. Η φαιά ουσία αντιπροσωπεύει περιοχές του εγκεφάλου με σώματα νευρικών κυττάρων—σε αντίθεση με τη λευκή ουσία, η οποία αντιστοιχεί περίπου στην «καλωδίωση» που συνδέει διαφορετικές περιοχές. Ο όγκος GM αντικατοπτρίζει τη συμμετοχή αυτής της περιοχής του εγκεφάλου όταν είναι συγκριτικά μεγαλύτερος ή μικρότερος. Η χαμηλότερη αναβλητικότητα συνδέθηκε πράγματι με μεγαλύτερη εκφραστική καταστολή. Ο όγκος GM σε μια περιοχή του εγκεφάλου – τον δεξιό ραχιαίο προμετωπιαίο φλοιό (DLPFC) συγκεκριμένα – σχετίστηκε με μεγαλύτερη εκφραστική καταστολή. Επιπλέον, η σχέση μεταξύ ισχυρότερης εκφραστικής καταστολής και μειωμένης αναβλητικότητας συσχετίστηκε με μεγαλύτερο όγκο GM στην ίδια περιοχή του εγκεφάλου, υποδηλώνοντας ότι το σωστό DLPFC εμπλέκεται άμεσα στον ανασταλτικό έλεγχο μέσω της καταστολής της έκφρασης (Wang et al., 2021).
Συμπέρασμα
Είναι σαφώς προτιμότερο να μπούμε στη διαδικασία του αυτοελέγχου και της αυτοπειθαρχίας αντί να μπαίνουμε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε την άμυνα της αναβλητικότητας για να καταφέρουμε να διαχειριστούμε αρνητικά συναισθήματα σχετικά με μία εργασία. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μας βοηθήσει η αναγνώριση των δημιουργικών μας στοιχείων, η τρυφερότητα προς τον εαυτό μας, η αυτοφροντίδα και η κάλυψη τόσο των βραχυπρόθεσμων συναισθηματικών μας αναγκών όσο και η στοχοθέτηση και τήρηση μακροπρόθεσμων στόχων. Αυτές οι τεχνικές όντως οδηγούν σε μειωμένη αναβλητικότητα, αντιμετωπίζοντας με αυτούς τους τρόπους τα αρνητικά συναισθήματα και οδηγώντας μας σε περισσότερα οφέλη υγείας και σωματικής και πνευματικής ευεξίας (Egan et al., 2021; Rapoport et al., 2022).
Αναπτύσσοντας την ικανότητα να καταστείλουμε την έκφραση του συναισθήματος όταν χρειάζεται, μπορούμε να διαχειριστούμε δύσκολα για εμάς συναισθήματα και να οδηγηθούμε προς την ολοκλήρωση της εργασίας που έχουημε αναλάβει, αντί να χρησιμοποιήσουμε την πιο εύκολη αλλά τελικά προβληματική στρατηγική της συμπεριφορικής απεμπλοκής (δηλαδή την αποφυγή). Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η εκφραστική καταστολή μπορεί να μας χρησιμεύσει όταν πρέπει να πιεστούμε για την ολοκλήρωση μιας εργασίας που τείνουμε να αναβάλλουμε, άλλες φορές πρέπει να είμαστε σε θέση να εκφραζόμαστε ελεύθερα – για παράδειγμα, στην περίπτωση της εμβάθυνσης των σχέσεων, στο συναισθηματικό άνοιγμα προς τους άλλους και στο μοίρασμα, εκφράσεις απαραίτητες για την εγγύτητα και την αμοιβαία σχέση.
Η ανάπτυξη στρατηγικών προσαρμοστικής ρύθμισης των συναισθημάτων μας σε διαφορετικές καταστάσεις είναι τελικά μια στρατηγική που κερδίζει, που μας επιτρέπει να ρυθμίζουμε τα συναισθήματα μας σε ισορροπία με τις απαιτήσεις μιας ποικιλίας περιστάσεων, δημιουργώντας μια συνεργασία με τον γνωστικό έλεγχο και τη συναισθηματική εμπειρία. Ορισμένες εργασίες απαιτούν από εμάς να συμπεριλάβουμε διάφορα συναισθήματα, ιδίως εκείνα που απαιτούν δημιουργικότητα και πρωτοτυπία, ενώ άλλες είναι πιο εύκολες εάν δεν σκεφτόμαστε πολύ πόσο άσχημα νιώθουμε γι’ αυτές. Τέλος, είναι φυσικό, αν αισθανόμαστε καλά που κάνουμε κάτι, αν είμαστε περισσότερο συνδεδεμένοι με το καρότο παρά με το ραβδί (δηλαδή με το στόχο μας), τότε δεν τείνουμε να χρονοτριβούμε.
Βιβλιογραφία
Egan, H., O’Hara, M., Cook, A., & Mantzios, M. (2021). Mindfulness, self-compassion, resiliency and wellbeing in Higher Education: A recipe to increase academic performance. Journal of Further and Higher Education, 1–11. https://doi.org/10.1080/0309877x.2021.1912306
Ehret, A. M., Joormann, J., & Berking, M. (2014). Examining risk and resilience factors for depression: The role of self-criticism and self-compassion. Cognition and Emotion, 29(8), 1496–1504. https://doi.org/10.1080/02699931.2014.992394
Klingsieck, K. B. (2013). Procrastination. European Psychologist, 18(1), 24–34. https://doi.org/10.1027/1016-9040/a000138
Lassri, D., & Gewirtz-Meydan, A. (2021). Self-compassion moderates the mediating effect of self-criticism in the link between childhood maltreatment and psychopathology. Journal of Interpersonal Violence, 088626052110629. https://doi.org/10.1177/08862605211062994
Rapoport, O., Bengel, S., Möcklinghoff, S., & Neidhardt, E. (2022). Self-compassion moderates the influence of procrastination on postponing sporting activity. Personality and Individual Differences, 185, 111242. https://doi.org/10.1016/j.paid.2021.111242
Steel, P. (2007). The nature of procrastination: A meta-analytic and theoretical review of quintessential self-regulatory failure. Psychological Bulletin, 133(1), 65–94. https://doi.org/10.1037/0033-2909.133.1.65
Wang, J., Zhang, R., & Feng, T. (2022). Neural basis underlying the association between expressive suppression and procrastination: The mediation role of the dorsolateral prefrontal cortex. Brain and Cognition, 157, 105832. https://doi.org/10.1016/j.bandc.2021.105832
Zhang, S., Liu, P., & Feng, T. (2019). To do it now or later: The cognitive mechanisms and neural substrates underlying procrastination. WIREs Cognitive Science, 10(4). https://doi.org/10.1002/wcs.1492
Φωτό: https://unsplash.com/photos/LDcC7aCWVlo?utm_source=unsplash&utm_medium=referral&utm_content=creditShareLink
Learn More