Το κάπνισμα ως filling
Το κάπνισμα και οι συνέπειές του έχουν κυριαρχήσει τις τελευταίες δεκαετίες στη ζωή μας. Εκστρατείες διακοπής, προβολή των επιπτώσεων, νέοι τρόποι απεξάρτησης και βέβαια ανάλυση των λόγων που οδηγούν τους καπνιστές στο τσιγάρο. Ως (ελπίζω) πρώην καπνιστής και νυν χρήστης του ηλεκτρονικού τσιγάρου, έχω ήδη μπει σε διαδικασίες βαθύτερης ανάλυσης από ειδικούς: πόση νικοτίνη χρειάζεται ο οργανισμός μας, τι επιπτώσεις έχει, τι μου λείπει ακριβώς (ενδεικτικά αναφέρω το να κρατάω κάτι στα χέρια μου, τη γεύση, το «χτύπημα» στο λαιμό κλπ) και πως μπορώ να το αντικαταστήσω. Όλα αυτά σε συνδυασμό βέβαια με τη θέλησή μου. Αυτό στο οποίο δεν έχει αναφερθεί σε μεγάλη έκταση κανείς, είναι το «γέμισμα», γεγονός το οποίο είναι πολύ φυσιολογικό, μιας και οι μη καπνιστές δεν το έχουν νιώσει και οι καπνιστές (ενεργοί ή μη) δεν το ακουμπάνε.
Το κύριο χαρακτηριστικό του καπνού σαν αίσθηση είναι ότι σε «γεμίζει». Ξεκινώντας από τη στοματική κοιλότητα, γεμίζει μέσω του λαιμού τα πνευμόνια με καπνό (αλήθεια, πόσο μοιάζει με υπερφαγία ή με κατανάλωση αλκοόλ;). Το αμέσως επόμενο εφέ είναι το ξεφύσημα, το διώξιμο του βρωμερού καπνού στην ατμόσφαιρα. Εκείνο πιστεύω πως είναι το σημείο που έχει δημιουργήσει την επιτυχία του ηλεκτρονικού τσιγάρου. Βέβαια, θα έλεγε κάποιος πως δεν ισχύει, μιας και το ηλεκτρονικό τσιγάρο σου δίνει όλα όσα δίνει και το τσιγάρο. Ας τα πάρουμε με τη σειρά ένα – ένα:
Τη νικοτίνη που σου προσδίδει, μπορεί κάποιος να τη βρει σε δεκάδες σκευάσματα που έχουν κυκλοφορήσει, όπως αυτοκόλλητα και σπρέι νικοτίνης, και που δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα. Δεν είναι το μοναδικό προϊόν που περιέχει νικοτίνη, ούτε καν το πρώτο.
Το επιχείρημα ότι κρατάς κάτι στο χέρι σου, καταρρίπτεται άμεσα από τον όγκο του και το βάρος του: δεν έχει καμμία σχέση με τσιγάρο! Ίσα-ίσα που είναι πιο ογκώδες, πιο βαρύ και πιο άσχημο οπτικά.
Το τρίτο (και μοναδικό πραγματικό κοινό και παρόμοιο) εφέ είναι ο ατμός, που ομοιάζει με καπνό και έχει τα ίδια αποτελέσματα: γεμίζει πνεύμονες, με την ίδια διαδικασία!
Οι καπνιστές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, γεμίζουν ένα κενό στην περιοχή του στήθους. Είναι ο προφανής λόγος που καπνίζουν πολύ σε μία στενοχώρια (πένθος, χωρισμός κοκ). Είναι ο λόγος που το τσιγάρο ταιριάζει μετά το σεξ, είτε απομονώντας τον καπνιστή στο κενό συναισθημάτων, είτε δημιουργώντας μία ομάδα με την/ον παρτενέρ του δημιουργώντας έτσι το αίσθημα του διαμοιρασμού συναισθήματος. Είναι ο λόγος που ταιριάζει τόσο καλά με το ποτό (ποιος δεν μπορεί να κάνει εικόνα έναν μοναχικό τύπο σε ένα μπαρ με ουίσκι και τσιγάρο;). Είναι ο λόγος πίσω από την έκφραση «να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Είναι μία ολοκληρωμένη διαδικασία που γεμίζει ένα κενό και επιστρέφει στο περιβάλλον κάτι άσχημο και δύσοσμο, σαν μία διαδικασία κάθαρσης. Όποιος έχει υπάρξει καπνιστής πιθανότατα έχει περάσει από το σημείο που, μόλις καπνίσει ένα τσιγάρο και καλύψει έτσι το κενό του, ορκίζεται ότι θα «το κόψει το ρημάδι», αφού πλέον λειτουργεί ξεκάθαρα μόνο η λογική του. Ο πιο σημαντικός λόγος όμως πιστεύω πως είναι η προσπάθεια να παράξει και να δείξει στον κόσμο πόσο άσχημα και βρώμικα αισθάνεται μέσα στο κενό του.
Το filling(γέμισμα) λοιπόν που αναφέρεται ως λογοπαίγνιο στον τίτλο του άρθρου και παραπέμπει στο feeling(αίσθημα) μόνο τυχαίο δεν είναι. Ο καπνιστής πιστεύω πως θα πρέπει να ξεκινήσει τη διαδικασία διακοπής όχι από τα εξωτερικά ερεθίσματα και τους τρόπους διακοπής που υπάρχουν αλλά από μία διαδικασία ενδοσκόπησης και επούλωσης του ίδιου του εαυτού του και του κενού που νοιώθει. Οσο κολλάει τα σπασμένα του κομμάτια και καλύπτει τα συναισθηματικά κενά του, τόσο θα έχει λιγότερο ανάγκη από υποκατάστατα, τόσο λιγότερο θα έχει ανάγκη να γεμίσει ένα πολύ μικρότερο κενό, τόσο λιγότερο θα έχει ανάγκη να επιδείξει έναν δύσοσμο και άσχημο κόσμο που βιώνει. Όσο βρίσκει και αναγνωρίζει τον εαυτό του και το δικαίωμά του να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να μοιραστεί θετικά συναισθήματα και να γεμίσει με αισιοδοξία και χαμόγελα την ψυχή του, τόσο θα μπορεί να στρέφει την πλάτη στο καπνισμένο φάντασμα του τσιγάρου και της νικοτίνης.
Καλό λοιπόν είναι η προσπάθεια διακοπής να γίνεται συνειδητά και (αν είναι δυνατόν) στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης θεραπείας. Οι αποτυχημένες επαναλήψεις είναι ο σίγουρος τρόπος να μειωθεί η αυτοεκτίμηση και παγιώνουν στο άτομο τη λανθασμένη εντύπωση πως δεν έχει την ικανότητα να ζήσει μια ζωή καθαρή, υγιή και ευτυχισμένη.
Παναγιώτης Δ. Μπρούμης
Ψυχοθεραπευτής – Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Learn More